- αστρίτης
- ο зоол, песчаная гадюка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστρίτης — ο [άστρο] 1. ονομασία του φιδιού έχιδνα* η αμμοδίτης 2. αυτός που έχει ζωηρό βλέμμα, ο έξυπνος … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
Ανεμοδουράς, Στέλιος — (Αθήνα 1917 – 2000). Δημοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός και με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Θάνος Αστρίτης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σταδιοδρόμησε όμως ως δημοσιογράφος και εκδότης. Συγκεκριμένα, συνεργάστηκε με διάφορες … Dictionary of Greek